ἀνατολική

ἀνατολική
ἀνατολικός
eastern
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Sp Rytų Makedònija ir Trãkija Ap Ανατολική Μακεδονία και Θράκη/Anatoliki Makedonia kai Traki L Graikijos adm. sritis …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ανατολική — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 109 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παμβώτιδος …   Dictionary of Greek

  • ἀνατολικῇ — ἀνατολικός eastern fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανατολική Επιθεώρησις — Σμυρναϊκό δεκαπενθήμερο περιοδικό (1872 75), επιστημονικού και φιλολογικού χαρακτήρα, με εκδότη τον Θ. Παράσχο …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Διοικητική περιφέρεια (14.157 τ. χλμ., 611.067 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Δράμας, Έβρου, Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (43 κάτ./τ. χλμ.) είναι αισθητά μικρότερη από τη μέση πληθυσμιακή πυκνότητα …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Μηλίτσα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 141 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιπείας …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Ρωμυλία — Περιοχή (35.000 τ. χλμ.) της βόρειας Θράκης μεταξύ Αίμου, Ροδόπης και Εύξεινου Πόντου, που ανήκει στη Βουλγαρία. Με απόφαση της συνθήκης του Βερολίνου (1878) η Βουλγαρία διχοτομήθηκε με τη γραμμή του Αίμου και ο όρος Νότια Βουλγαρία… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολική Φραγκίστα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 314 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας …   Dictionary of Greek

  • ανατολική φυλή — Ευρωποειδής φυλή, που ζει μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Παμίρ. Λέγεται επίσης και ανατολικοπαμιρική. Σε μερικές λεπτομέρειες μοιάζει με την αδριατική φυλή, όπως για παράδειγμα στο σχήμα της ινιακής χώρας. Έχει χρώμα δέρματος άσπρο σκοτεινό, μάτια… …   Dictionary of Greek

  • ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”